- ψευδολήρημα
- ψευδο-λήρημα, ατος, τό,A silly falsehood, Tz.H.10.868.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδολήρημα — τὸ, Μ ανόητο ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + λήρημα (< ληρῶ «μιλώ ανόητα»)] … Dictionary of Greek